- κολακευτικῶς
- κολακευτικόςsycophanticadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολακευτικός — ή, ό (AM κολακευτικός, ή, όν) [κολακεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολακεία ή που προσιδιάζει ή αποβλέπει σε κολακεία (α. «κολακευτικός λόγος» β. «κολακευτικὸς σοφιστής», Πολυδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ρέπει στο να κολακεύει,… … Dictionary of Greek
κολακικός — κολακικός, ή, όν (Α) [κόλαξ] 1. κολακευτικός («πρὸς μὲν τοὺς ταπεινοτέρους τολμηρότατος, πρὸς δὲ τοὺς ὑπερέχοντας κολακικώτατος», Πολ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κολακική (ενν. τέχνη) η κολακεία. επίρρ... κολακικώς (AM) κολακευτικώς … Dictionary of Greek
κροκυλεγμός — κροκυλεγμός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ κολακευτικῶς τὰς κροκύδας ἀπολέγειν τῶν ἱματίων». [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκύς + λεγμός (< λέγω «συλλέγω»)] … Dictionary of Greek